Αναμνησεις επι ξυλου


Τα δέντρα άνθισαν και πάλι.
Τα κλαριά έχουν γεμίσει με χρώματα και η φύση μοιάζει να ξαναζεί την εφηβεία της, δροσερή και ζωντανή σαν να μην πρόκειται να έρθει ξανά ο χειμώνας.
Οι  πεταλούδες έχουν ανοίξει τα φτερά τους καμαρώνοντας για την αλλαγή τους αλλά και οι κάμπιες, μονόχρωμες και έρπουσες σχηματίζουν ουρές κάτω από τα δέντρα περιμένοντας την σειρά τους  να ροκανίσουν κάποιο ανοιξιάτικο φύλλο.
Χρόνια τώρα έχω μάθει να παρατηρώ τη φύση. Η μόνιμη συντροφιά μου τα βροχερά πρωινά του Σεπτέμβρη αλλά και τις ζεστές ξάστερες νύχτες του Αυγούστου.
Και περνάνε τα χρόνια, περνάνε οι εποχές σαν να μην αλλάζει τίποτα ή σαν να αλλάζουν όλα με πρόγραμμα. Ότι κάποτε ήταν ξερό και γυμνό θα γίνει πράσινο και θα ανθοστολιστεί.
Οι άσπρες κορφές των βουνών που ξεχωρίζουν στο βάθος θα γεμίσουν με αγριολούλουδα μέχρι να ξαναέρθει ο χειμώνας να τις σκεπάσει με τα παγωμένα χέρια του.
Και τα μαλλιά μου! Σαν να τα έχει ακουμπήσει το ίδιο χέρι, αλλάζουν σιγά σιγά παίρνοντας το άσπρο χρώμα του χιονιού.

            Χθες το απόγευμα βρήκα ένα παλιό κομοδίνο στην αποθήκη.
Είχε σκούρο κόκκινο χρώμα αλλά ήταν γδαρμένο και ταλαιπωρημένο από την υγρασία των χρόνων. Ένα έπιπλο μιας άλλης εποχής, της εποχής των γονιών μου.
Σίγουρα θα ήταν από την δεξιά πλευρά του κρεβατιού, εκείνη της μητέρα μου γιατί τα μπουκαλάκια από τα αρώματα έχουν αφήσει στίγματα στην επιφάνεια του.
Ίσως όμως να ήταν από την αριστερή, σα να βλέπω το μελανοδοχείο του πατέρα μου και την αγαπημένη του πένα στο πλάι.
           Είχα ξεκινήσει την επισκευή του όταν οι αναμνήσεις χτύπησαν την πόρτα του μυαλού μου.
Πρώτα έπρεπε να το τρίψω καλά για να φύγει όλο το παλιό και ξεθωριασμένο χρώμα.
Θυμήθηκα τότε που το μπόι μου δεν ξεπερνούσε τούτο δω το κομοδίνο και έτρεχα με κλάματα και ένα γδαρμένο γόνατο, κόκκινο και ξεφτισμένο  σαν το πόδι του κομοδίνου.
Ιώδιο στην πληγή και έφευγα κουτσαίνοντας, ακροπατώντας στα δάχτυλα του πληγωμένου  ποδιού με τέτοια αστάθεια σαν αυτή του μικρού επίπλου.
         Είχε και ένα μικρό συρτάρι χωμένο μέσα στο μικροσκοπικό ντουλάπι του που δυστυχώς δεν έκλεινε πια. Όσο και αν προσπάθησα να το φτιάξω εκείνο αρνήθηκε πεισματικά να κλείσει σαν να είχε βαρεθεί τόσα χρόνια να κρύβει στο εσωτερικό του άχρηστα αντικείμενα ίσως και μυστικά. Θα αφήσει ανοιχτό το στόμα του από εδώ και πέρα για να μην μπαίνουν σε κάποιους  τίποτα ιδέες. Όπως τότε που είχαμε ξεχάσει την πόρτα της αυλής ανοιχτή και το είχε σκάσει η σκύλα μας η αστραπή.
Έτρεξα τόσο γρήγορα για να την φτάσω αλλά δεν την πρόλαβα μέχρι που την είδα να χάνεται μακριά. Ήταν τέτοιος ο καημός μου που για όλα έφταιγε ο καημένος ο παππούς μου και το όνομα που της είχε δώσει. Αστραπή! Ίσως αν την είχε βγάλει αλλιώς να την είχα προλάβει, σκεφτόμουν με το παιδικό μου μυαλό. Η πόρτα της αυλής δεν έκλεισε έως ότου φάνηκε η αστραπή και έκτοτε έμεινε κλειστεί για να μην της μπαίνουν τίποτα ιδέες.
           Το κόκκινο χρώμα μου άρεσε και δεν θέλησα να το αλλάξω.
Σε ένα μικρό και ασήμαντο έπιπλο σαν και αυτό ήταν το μοναδικό πράγμα που το έκανε να ξεχωρίζει. Ένα τέτοιο βαθύ κόκκινο ήταν και το χρώμα του Κυριακάτικου φορέματος της μητέρας μου. Το φορούσε πάντα την Κυριακή του Πάσχα το πρωί  στην εκκλησία και καμιά φορά όταν είχαμε επισκέψεις από την πόλη. Αυτό το χρώμα έδινε άλλον αέρα στην μικροκαμωμένη της σιλουέτα και από μια απλή χωριατοπούλα γινόταν μεμιάς αρχόντισσα. Καθόμουν με τις ώρες και την έβλεπα να χτενίζει τα μακριά της μαλλιά και εκείνη ως αντάλλαγμα για την συντροφιά, μου χάριζε το πιο γλυκό της χαμόγελο.
          Και είχε έρθει η ώρα του λούστρου. Γυάλισε το κομοδίνο και θωρακίστηκε καλά. Το γυάλισα για τα καλά όπως γυάλιζε ο πατέρας μου το τυχερό του νόμισμα. Το είχε πάντα στην τσέπη του, ακόμα και όταν κοιμόταν και το γυάλιζε καθημερινά.
Η αγάπη του για αυτό το κέρμα κρατούσε από την εποχή που ήταν μικρό παιδί. Ήταν η πρώτη του αμοιβή, η πρώτη του περιουσία όπως έλεγε και σήμαινε πολλά.
Αλήθεια τι να έγινε εκείνο το νόμισμα; Σήμερα ίσως να είναι η περιουσία κάποιου άλλου.
              Και όσο σκέφτομαι αυτά και θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια σε αυτό το σπίτι, καμαρώνω το κομοδίνο. Άνθρωποι ήρθαν, έφυγαν, το χρησιμοποίησαν, το χάραξαν, το λέρωσαν και αυτό εδώ, στέκει τώρα σαν καινούργιο.

Word Chimes


 

Top Blogs

Facebook Page

Pinterest

Followers

Follow this blog with bloglovin

Follow Word Chimes