Μονολογος

"Ξύπνησα; Κοιμάμαι; Ποιος ξέρει. Πάει καιρός που δεν καταλαβαίνω τι μου συμβαίνει.

Υπάρχουν στιγμές που νιώθω σαν να έχω ξυπνήσει απο ένα βαθύ ύπνο. Σαν να κοιμόμουν όλα αυτά τα χρόνια και να ξύπνησα ξαφνικά στο τώρα. Και είναι η χειρότερη στιγμή μου αυτή. Ο ύπνος έχει μουδιάσει όλο μου το σώμα μαζί με το μυαλό. Κάθομαι και δεν κουνιέμαι. Απλά κάθομαι...Ούτε το χέρι δεν σηκώνω όταν με τρώει το κεφάλι ξεμουδιάζοντας απο τη λήθη.

Άλλες πάλι φορές νιώθω να ζω συνεχώς σε ένα όνειρο. Ένα όνειρο ασταμάτητο και ενιαίο που περνά απο μέρα σε μέρα και απο νύχτα σε νύχτα. Τι υπέροχες στιγμές αυτές! Όλα μοιάζουν τόσο θολά και όμορφα έτσι ακανόνιστα που είναι αλλά και τόσο καθαρά...Έτσι όπως θα έπρεπε να είναι.

Τρία χρόνια σε αυτό το δωμάτιο, έγκλειστος, απόκληρος...μέχρι να έρθει το μυαλό μου και να μπει στη θέση του. Όχι στη σωστή του θέση, μα στη θέση που βρίσκεται και των αλλoνών. Δεν μπήκε όμως...Είναι ζόρικο...Πιο πολύ και απο 'μένα..Εγώ στιγμές παρακαλούσα να "συμμορφωθώ", μόνο και μόνο για να βγω απο εδώ, αλλά σαν να το'ξερε το μυαλουδάκι μου το πονηρό πως προσποιούμαι και πείσμωνε ακόμα περισσότερο.

Τον πρώτο χρόνο αρνιόμουν τους τέσσερις τοίχους. Τους χτυπούσα δυνατά με τα χέρια μου να τους γκρεμίσω, μέχρι που μάτωνα. Σαν αγρίμι στο κλουβί του πηγαινοερχόμουν σπάζοντας ότι έβρισκα μπροστά μου. "Πάρτε τα αυτά απο εδώ!" Φώναζα..."Πάρτε τα τραπέζια, τις καρέκλες, το κρεβάτι! Μου κλείνουν το χώρο και πως θα χωρέσω τις σκέψεις μου!"
Κανένας δεν με καταλάβαινε....Και πως να με καταλάβουν άλλωστε όταν στο κεφάλι το δικό μου βρίσκονταν βρύσες που έτρεχαν ολημερίς και οληνυχτίς και με πλυμμήριζαν έως έξω; Αφού με γέμιζαν ολόκληρο, ύστερα οι σκέψεις άρχιζαν να ξεχειλίζουν απο τα μάτια μου, τα αυτιά μου, το στόμα μου...Δεν μπορούσα να τις μαζέψω, μονάχα χώρο ήθελα να τις βολέψω.

Τον δεύτερο χρόνο συμβιβάστηκα και εγώ και αυτοί με ένα σχεδόν άδειο δωμάτιο και μερικά ξεσπάσματα. Σαν ψάρι που σπαρταρούσε έξω απο τη θάλασσα κοπανιόμουν στο πάτωμα όταν άδειζα ολοκληρωτικά απο αυτήν την υγρή ουσία του μυαλού. Στεγνό το κεφάλι μου, ξερός εγώ ολάκερος και άδειο το δωμάτιο απο υγρές σκέψεις. Πως να κολυμπήσω στη στεριά; Λίγο υγρό μέσα μου χρειαζόμουν, που μου το περνούσαν με μικρή δόση και μετά λειτουργούσαν πάλι όλα σωστά. Όταν ένιωθα εκείνο το τσίμπημα στο δέρμα μου ήξερα πως δεν θα αργούσα να βγω πάλι στα βαθιά.

Ο τρίτος χρόνος είναι ακόμα πιο εύκολος. Μονάχα εκείνες τις ακούνητες μέρες σιχαίνομαι την ύπαρξη μου και περιμένω να περάσουν ώστε να πέσω πάλι στο αγαπημένο μου θολό όνειρο. Μπορώ να είμαι χαρούμενος όμως γιατί απο το όνειρο αυτό ξυπνώ όλο και λιγότερο, όλο και πιο αραιά. Θα'ρθει στιγμή που δεν θα ξυπνώ καθόλου πια και δεν θα ξέρω πόσα χρόνια θα έχουν περάσει μέσα σε αυτό το δωμάτιο.. Μα δεν θα είμαι τυχερός; Δεν θα έχω νικήσει το χρόνο;

Αστείοι μοιάζουν όλοι αυτοί που με κοιτούν με οίκτο. Δεν θα έπρεπε να λυπούνται εμένα αλλά τους εαυτούς τους που δεν μου μοιάζουν. Εγώ είμαι ευτυχισμένος μέσα στη δική μου αλήθεια, μα εκείνοι δυστυχισμένοι μέσα στην αλήθεια που έφτιαξαν άλλοι για αυτούς.

Χίλιες φορές βέβαια ο οίκτος απο την αποστρέφια. Θυμάμαι εκείνους που με κοιτούσαν με μισό μάτι στο δρόμο ή αυτούς που απόφευγαν να καθίσουν δίπλα μου στο τρένο. Ποιον φοβόντουσαν; Εμένα; Ένας εγώ εκατομμύρια αυτοί! Ποιος θα έπρεπε να φοβάται;

Δε βαριέσαι...Κουτοί άνθρωποι, κουτές ιδέες... Αλλά δεν θα έπρεπε να περιμένω κάτι άλλο απο μυαλά  που περιορίζονται μονάχα στους τοίχους του κεφαλιού τους.

Χα! Είναι χαζοί! Αυτό είναι! Και απομάκρυναν εμένα να μη με βλέπουν για να μη θυμούνται τη χαζομάρα τους! Αλλά ότι και να κάνουν πάντα κουτοί θα παραμένουν και θα περιορίζουν την ύπαρξη τους σε όλο και μικρότερα κουτάκια.

....Αρκετά! Ώρα να πλεύσω στα ανοικτά....Μου φαίνεται είναι σήμερα που δεν θα γυρίσω πίσω...."

Word Chimes

 

Top Blogs

Facebook Page

Pinterest

Followers

Follow this blog with bloglovin

Follow Word Chimes